- προεκτηκομαι
- προεκτήκομαιπρο-εκτήκομαι(3 л. pl. impf. προεξετήκοντο) преждевременно чахнуть, погибать
(ταῖς λύπαις Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ταῖς λύπαις Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προεκτήκω — Α 1. λειώνω, διαλύω προηγουμένως κάτι 2. παθ. προεκτήκομαι καταβάλλομαι, εξαντλούμαι τελείως εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκτήκω «λειώνω εντελώς, διαλύω, καταστρέφω»] … Dictionary of Greek